- σκαρμούτσο
- το(λ. ιταλ.), κύλινδρος μεταλλικών νομισμάτων, φουσέκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαρμούτσο — το, Ν στήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»] … Dictionary of Greek
σκαρτούτσο — το, Ν σκαρμούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scartoccio] … Dictionary of Greek